- εὐθυδρομῶ
- εὐθυδρομέωrun a straight coursepres subj act 1st sg (attic epic doric)εὐθυδρομέωrun a straight coursepres ind act 1st sg (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευθυδρομώ — (ΑΜ εὐθυδρομῶ, έω) [ευθύδρομος] προχωρώ σε ευθεία γραμμή, πάω ίσια μσν. 1. κατευθύνομαι σε κάποιο μέρος 2. μτφ. φρ. «εὐθυδρομῶ ἐπί τι» συνεχίζω την πορεία προς κάτι … Dictionary of Greek
ιθυδρομώ — ἰθυδρομῶ, έω (Α) [ιθυδρόμος] ευθυδρομώ, τρέχω κατευθείαν μπροστά … Dictionary of Greek
συνευθυδρομώ — έω, Μ [εὐθυδρομῶ] ακολουθώ κι εγώ τον ίσιο δρόμο … Dictionary of Greek